αναμορφωτικός

αναμορφωτικός
-ή, -ό [αναμορφώ]
1. ο σχετικός με την αναμόρφωση*
2. αυτός που επιφέρει ή επιδιώκει αναμόρφωση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αναμορφωτικός — ή, ό επίρρ. ά 1. ο κατάλληλος, ο ικανός για αναμόρφωση: Για τα παραστρατημένα παιδιά έγινε το λεγόμενο «Αναμορφωτικό Ίδρυμα». 2. στη φυσική «αναμορφωτικό κάτοπτρο» ή «αναμορφοσκόπιο» λέγεται το κάτοπτρο που ξαναφέρνει στην πραγματική τους μορφή… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Neoi Epivates F.C. — Football club infobox clubname = Neoi Epivates fullname = P.A.O. Neoi Epivates Football Club founded = 1928 ground = Neoi Epivates Stadium Neoi Epivates capacity = unknown chairman = flagicon|Greece unknown manager = flagicon|Greece unknown… …   Wikipedia

  • P.A.O.N.E. — PAONE Full name Panathlitikos Anamorfotikos Omilos Neon Epivaton Founded 1928 Ground Neoi Epivates Stadium Neoi Epivates (Capacity: 990) …   Wikipedia

  • ανακαινιστικός — ή, ό αυτός που αρμόζει ή ρέπει στην ανακαίνιση ή αυτός που τήν προκαλεί, μεταρρυθμιστικός, αναμορφωτικός, ριζοσπαστικός, νεωτεριστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανακαινίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • αναμορφωτήριος — ια, ιο 1. αυτός που συντελεί στην αναμόρφωση, ο αναμορφωτικός 2. το ουδ. ως ουσ. το αναμορφωτήριο ίδρυμα για ειδική εκπαίδευση και σωφρονισμό ανηλίκων που έχουν παρεκτραπεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον γιατρό Σπ.… …   Dictionary of Greek

  • αναμορφώνω — (Α ἀναμορφῶ, όω) σχηματίζω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι τροποποιώντας μερικά ή όλα τα σημεία του, ανασχηματίζω, μεταμορφώνω, ανακαινίζω (Εκκλ.) αναζωογονώ ηθικά ή πνευματικά, αναγεννώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μορφῶ, μορφώνω. ΠΑΡ. αναμόρφωση (… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”